- κλυδωνίζεται
- κλυδωνίζομαιpres ind mp 3rd sgκλυδωνίζωto be buffetedpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακλυδώνιστος — η, ο (Α ἀκλυδώνιστος, ον) [κλυδωνίζομαι] αυτός που δεν κλυδωνίζεται, δεν ταράσσεται από τα κύματα αρχ. προφυλαγμένος από την τρικυμία … Dictionary of Greek
αλιδινής — ἁλιδινής, ὲς και ἁλίδονος, ον (Α) αυτός που κλυδωνίζεται από τη θάλασσα ή μέσα σ’ αυτήν, που ρίχνεται εδώ κι εκεί, ο θαλασσοδαρμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + δονος (< δονῶ)] … Dictionary of Greek
γυροσκόπιο — Στερεό που μπορεί να περιστρέφεται γρήγορα γύρω από έναν άξονα, ο οποίος διέρχεται από το κέντρο βάρους του. Το στερεό είναι επίσης συμμετρικό εκ περιστροφής γύρω από τον άξονα αυτό. Μία συνηθισμένη συσκευή γ. είναι αυτή στην οποία ο σφόνδυλος… … Dictionary of Greek
ευσταθής — ές (ΑΜ εὐσταθής, ές, Α και επικ. τ. ἐϋσταθής, ές) σταθερός, αυτός που δεν κλονίζεται, δεν κλυδωνίζεται εύκολα ή δεν απειλείται από μεταβολές (α. «ευσταθές οικοδόμημα» β. «ευσταθής μοναρχία», Φιλόδ.) αρχ. 1. ο καλά θεμελιωμένος ή οικοδομημένος… … Dictionary of Greek
κακοθάλασσος — η, ο (για πλοία) αυτός που κλυδωνίζεται εύκολα στη θάλασσα («κακοθάλασσο καράβι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + θάλασσα (πρβλ. καλο θαλασσος)] … Dictionary of Greek
κακοτάξιδος — η, ο (κυρίως για πλοίο) αυτός που κάνει κακό ταξίδι, που επηρεάζεται από την τρικυμία, που κλυδωνίζεται πολύ από την τρικυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ταξίδι (πρβλ. καλο τάξιδος)] … Dictionary of Greek
καλοθάλασσος — η, ο (για πλοίο) αυτό που αντέχει στη θαλασσοταραχή, που δεν κλυδωνίζεται, καλοτάξιδος, ευσταθής … Dictionary of Greek
κλυδωνικός — κλυδωνικός, ή, όν (Μ) [κλύδων] 1. αυτός που κλυδωνίζεται 2. κυματώδης … Dictionary of Greek
πολυκλύδων — ύκλυδον, Μ αυτός που κλυδωνίζεται, που ταράζεται πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κλύδων «τρικυμία, θαλασσοταραχή» (πρβλ. ευρο κλύδων)] … Dictionary of Greek
Λετονία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης, στη χερσόνησο της Βαλτικής. Συνορεύει στα Β με την Εσθονία, στα Α με τη Ρωσία και στα Ν με τη Λευκορωσία και τη Λιθουανία, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Βαλτική θάλασσα και στα Β από τον κόλπο της Ρίγα, έναν… … Dictionary of Greek